Οσιραντινόειος

Οσιραντινόειος
Ὀσιραντινόειος, -εία, -ον και Ὀσιραντίνοος, -ον (Α) [Οσιραντινοΐς]
(στην Αίγυπτο) αυτός που ανήκε στην Οσιραντινοΐδα φυλή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”